Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκλείω
συγκλέπτω
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίᾱ
συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
View word page
συγ-κλονέω
συγκλονέωcontr.vb of arrowsthrow completely into disarrayenemy troopsIl.

ShortDef

to dash together, confound utterly

Debugging

Headword:
συγκλονέω
Headword (normalized):
συγκλονέω
Headword (normalized/stripped):
συγκλονεω
IDX:
37543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37544
Key:
συγκλονέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κλονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κλονέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of arrows</Indic><Tr>throw completely into disarray</Tr><Obj>enemy troops<Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκλονέω'}