Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκινδῡνεύω
συγκῑνέω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίᾱ
συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
View word page
συγκλητικός
συγκλητικόςή όνadjσύγκλητος 3belonging to the Roman Senateof a personof senatorial rankPlu.masc.pl.sb.senatorsPlu.

ShortDef

of senatorial rank

Debugging

Headword:
συγκλητικός
Headword (normalized):
συγκλητικός
Headword (normalized/stripped):
συγκλητικος
IDX:
37537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37538
Key:
συγκλητικός

Data

{'headword_display': '<b>συγκλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συγκλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σύγκλητος</Ref> 3</Ety></HG><aS1><Def>belonging to the Roman Senate</Def><aS2><Indic>of a person</Indic><Tr>of senatorial rank</Tr><Au>Plu.</Au></aS2><SGrm><GLbl>masc.pl.sb.</GLbl><Def>senators</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'συγκλητικός'}