Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκεφαλαιόομαι
συγκεφαλαίωσις
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκινδῡνεύω
συγκῑνέω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίᾱ
συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
View word page
σύγ-κληρος
σύγκληροςονadjκλῆρος of landhaving adjoining portionsw. anotherborderingE. neut.pl.sb.fortune shared jointlyw.dat.w. someoneS.cj.seeἔγκληρος 3

ShortDef

having portions that join, bordering, neighbouring

Debugging

Headword:
σύγκληρος
Headword (normalized):
σύγκληρος
Headword (normalized/stripped):
συγκληρος
IDX:
37535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37536
Key:
σύγκληρος

Data

{'headword_display': '<b>σύγ-κληρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύγ<hyph/>κληρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κλῆρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of land</Indic><Def>having adjoining portions<Expl>w. another</Expl></Def><Tr>bordering</Tr><Au>E.</Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>fortune shared jointly<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Def><Au>S.<LblR>cj.</LblR></Au></SGrm><XR>see<Ref>ἔγκληρος</Ref> 3</XR></aS1></AE>', 'key': 'σύγκληρος'}