Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκερκίζω
συγκεφαλαιόομαι
συγκεφαλαίωσις
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκινδῡνεύω
συγκῑνέω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίᾱ
συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
View word page
συγ-κλέπτω
συγκλέπτωvb join in theftw. μετά + gen.w. someoneAntipho

ShortDef

to steal along with

Debugging

Headword:
συγκλέπτω
Headword (normalized):
συγκλέπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκλεπτω
IDX:
37534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37535
Key:
συγκλέπτω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κλέπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κλέπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in theft</Tr><PrPhr><GLbl>w. <Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. someone<Au>Antipho</Au> </PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκλέπτω'}