Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννῡμι
συγκεραυνόομαι
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόομαι
συγκεφαλαίωσις
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκινδῡνεύω
συγκῑνέω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
View word page
συγ-κηδεστής
συγκηδεστήςοῦm relation by marriagebrother-in-lawref. to a wife's sister's husbandD.

ShortDef

brother-in-law, wife's sister's husband

Debugging

Headword:
συγκηδεστής
Headword (normalized):
συγκηδεστής
Headword (normalized/stripped):
συγκηδεστης
IDX:
37528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37529
Key:
συγκηδεστής

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κηδεστής</b>', 'content': "<NE><HG><HL>συγ<hyph/>κηδεστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>relation by marriage</Def><nS2><Tr>brother-in-law<Expl>ref. to a wife's sister's husband</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS2></nS1></NE>", 'key': 'συγκηδεστής'}