Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατορύττω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννῡμι
συγκεραυνόομαι
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόομαι
συγκεφαλαίωσις
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκινδῡνεύω
συγκῑνέω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
συγκλέπτω
σύγκληρος
συγκληρόω
συγκλητικός
View word page
συγκεχυμένως
συγκεχυμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underσυγχέω

ShortDef

confusedly, indiscriminately

Debugging

Headword:
συγκεχυμένως
Headword (normalized):
συγκεχυμένως
Headword (normalized/stripped):
συγκεχυμενως
IDX:
37527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37528
Key:
συγκεχυμένως

Data

{'headword_display': '<b>συγκεχυμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συγκεχυμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>συγχέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συγκεχυμένως'}