Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύττω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννῡμι
συγκεραυνόομαι
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόομαι
συγκεφαλαίωσις
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκινδῡνεύω
συγκῑνέω
συγκλάω
σύγκλεισις
συγκλείω
View word page
συγ-κεραυνόομαι
συγκεραυνόομαιpass.contr.vb be struck with a thunderboltfig., of a personbe blitzedw.acc.out of one's mindw.dat.by wineArchil.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκεραυνόομαι
Headword (normalized):
συγκεραυνόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκεραυνοομαι
IDX:
37523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37524
Key:
συγκεραυνόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κεραυνόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κεραυνόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be struck with a thunderbolt</Def><vS2><Indic>fig., of a person</Indic><Tr>be blitzed</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>out of one's mind<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by wine</Expl><Au>Archil.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκεραυνόομαι'}