Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατήγορος
συγκάτημαι
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύττω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννῡμι
συγκεραυνόομαι
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόομαι
συγκεφαλαίωσις
συγκεχυμένως
συγκηδεστής
συγκινδῡνεύω
συγκῑνέω
συγκλάω
View word page
συγ-κεντέω
συγκεντέωcontr.vb of attackersstab to deatha person or personsHdt. Plb.pass.of one personbe stabbed to deathby a single attackerHdt.

ShortDef

to pierce together, to stab at once

Debugging

Headword:
συγκεντέω
Headword (normalized):
συγκεντέω
Headword (normalized/stripped):
συγκεντεω
IDX:
37521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37522
Key:
συγκεντέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κεντέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κεντέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of attackers</Indic><Tr>stab to death</Tr><Obj>a person or persons<Au>Hdt. Plb.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of one person</Indic><Def>be stabbed to death<Expl>by a single attacker</Expl></Def><Au>Hdt.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκεντέω'}