Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατέρχομαι
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατήγορος
συγκάτημαι
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύττω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννῡμι
συγκεραυνόομαι
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόομαι
συγκεφαλαίωσις
συγκεχυμένως
View word page
συγ-κατορύττω
συγκατορύττωAtt.vb bury togetherone's wealthw.dat.w. oneselfMen.a speechw. a corpsePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατορύττω
Headword (normalized):
συγκατορύττω
Headword (normalized/stripped):
συγκατορυττω
IDX:
37517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37518
Key:
συγκατορύττω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατορύττω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατορύττω</HL><PS>Att.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>bury together</Tr><Cmpl>one's wealth<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. oneself</Expl><Au>Men.</Au></Cmpl><Cmpl>a speech<Expl>w. a corpse</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκατορύττω'}