Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατήγορος
συγκάτημαι
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύττω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννῡμι
συγκεραυνόομαι
συγκερκίζω
συγκεφαλαιόομαι
συγκεφαλαίωσις
View word page
συγ-κατορθόω
συγκατορθόωcontr.vb of a godhelp to bring to a successful issuesomeone's activitiesIsoc.

ShortDef

to help in righting

Debugging

Headword:
συγκατορθόω
Headword (normalized):
συγκατορθόω
Headword (normalized/stripped):
συγκατορθοω
IDX:
37516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37517
Key:
συγκατορθόω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατορθόω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατορθόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a god</Indic><Tr>help to bring to a successful issue</Tr><Obj>someone's activities<Au>Isoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκατορθόω'}