Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταψηφίζομαι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατήγορος
συγκάτημαι
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύττω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεντέω
συγκεράννῡμι
συγκεραυνόομαι
View word page
συγ-κατοικέω
συγκατοικέωcontr.vb of colonistssettle down with, take up residence withw.dat.the local populationPlu.fig., of old dirtan old manS.

ShortDef

to dwell with

Debugging

Headword:
συγκατοικέω
Headword (normalized):
συγκατοικέω
Headword (normalized/stripped):
συγκατοικεω
IDX:
37513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37514
Key:
συγκατοικέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατοικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατοικέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of colonists</Indic><Tr>settle down with, take up residence with</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>the local population<Au>Plu.</Au></Cmpl><vS2><Indic>fig., of old dirt</Indic><Cmpl>an old man<Au>S.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατοικέω'}