Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατάφυρτος
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατήγορος
συγκάτημαι
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
συγκατορύττω
σύγκαυσις
σύγκειμαι
συγκελεύω
συγκεντέω
View word page
συγ-κατήγορος
συγκατήγοροςουm joint accuser, fellow prosecutorHyp.

ShortDef

joint accuser, counsel for the prosecution

Debugging

Headword:
συγκατήγορος
Headword (normalized):
συγκατήγορος
Headword (normalized/stripped):
συγκατηγορος
IDX:
37511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37512
Key:
συγκατήγορος

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατήγορος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγ<hyph/>κατήγορος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>joint accuser, fellow prosecutor</Tr><Au>Hyp.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγκατήγορος'}