Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
συγκατάφυρτος
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατήγορος
συγκάτημαι
συγκατοικέω
συγκατοικίζω
συγκατοικτίζομαι
συγκατορθόω
View word page
συγ-κατεργάζομαι
συγκατεργάζομαιξυγ-mid.vb collaborate with, helpw.dat.someoneHdt. helpw.dat.someoneto gainkingshipHdt. helpsts. w.dat.someoneto achieveperforman aim or undertakingTh. Plb. Plu. help to conquera countryPlu. kill togetheri.e. at the same timeone's childrenE.

ShortDef

to help achieve; join in murdering

Debugging

Headword:
συγκατεργάζομαι
Headword (normalized):
συγκατεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατεργαζομαι
IDX:
37506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37507
Key:
συγκατεργάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατεργάζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατεργάζομαι<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>collaborate with, help</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to gain</Tr><Obj>kingship<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>help<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to achieve<or/>perform</Tr><Obj>an aim or undertaking<Au>Th. Plb. Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>help to conquer</Tr><Obj>a country<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>kill together<Expl>i.e. at the same time</Expl></Tr><Obj>one's children<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκατεργάζομαι'}