Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
συγκατάφυρτος
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατήγορος
συγκάτημαι
View word page
συγ-καταψεύδομαι
συγκαταψεύδομαιmid.vb join in telling lies againstw.gen.someoneAeschin.

ShortDef

to join in a lie against

Debugging

Headword:
συγκαταψεύδομαι
Headword (normalized):
συγκαταψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταψευδομαι
IDX:
37502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37503
Key:
συγκαταψεύδομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταψεύδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταψεύδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in telling lies against</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>Aeschin.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταψεύδομαι'}