Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
συγκατάφυρτος
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
View word page
συγ-καταφέρομαι
συγκαταφέρομαιpass.vb of sailors in a stormbe carried into harbour togetherw.prep.phr.w. their enemiesPlb. be carried away w.dat.by a person's trickery, a mistaken beliefPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταφέρομαι
Headword (normalized):
συγκαταφέρομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφερομαι
IDX:
37499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37500
Key:
συγκαταφέρομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταφέρομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταφέρομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of sailors in a storm</Indic><Tr>be carried into harbour together</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>w. their enemies<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>be carried away</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by a person's trickery, a mistaken belief<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκαταφέρομαι'}