Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
συγκατάφυρτος
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεργάζομαι
View word page
συγ-κατατίθεμαι
συγκατατίθεμαιmid.vb be a party to a depositionof a willIs. lay down jointlythe same opinionw.dat.as someone, i.e. agree completelyPl. give one's agreementassentPlb. Plu.w.dat.to someone or sthg.Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατατίθεμαι
Headword (normalized):
συγκατατίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατατιθεμαι
IDX:
37496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37497
Key:
συγκατατίθεμαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατατίθεμαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατατίθεμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be a party to a deposition<Expl>of a will</Expl></Tr><Au>Is.</Au> </vS1> <vS1><Tr>lay down jointly</Tr><Cmpl>the same opinion<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>as someone, i.e. agree completely</Expl><Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>give one's agreement<or/>assent</Tr><Au>Plb. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone or sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκατατίθεμαι'}