Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
συγκατάφυρτος
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκατείργω
View word page
συγ-καταστρέφω
συγκαταστρέφωξυγ-vb bringw.acc.one's lifeto an end simultaneouslyw.dat.w. loss of libertyPlu. mid.helpsts. w.dat.someoneto conquera place, kingdom, peopleTh. Isoc. X.

ShortDef

to bring to an end together

Debugging

Headword:
συγκαταστρέφω
Headword (normalized):
συγκαταστρέφω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταστρεφω
IDX:
37494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37495
Key:
συγκαταστρέφω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταστρέφω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταστρέφω<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>bring<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>one's life</Prnth>to an end simultaneously</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. loss of liberty<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>help<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to conquer</Tr><Obj>a place, kingdom, people<Au>Th. Isoc. X.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκαταστρέφω'}