Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
συγκατάφυρτος
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
View word page
συγκατάστασις
συγκατάστασιςεωςfσυγκαθίσταμαι confrontationw. military opponents, wild animalsPlb.

ShortDef

a falling in with so as to fight

Debugging

Headword:
συγκατάστασις
Headword (normalized):
συγκατάστασις
Headword (normalized/stripped):
συγκαταστασις
IDX:
37493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37494
Key:
συγκατάστασις

Data

{'headword_display': '<b>συγκατάστασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγκατάστασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συγκαθίσταμαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>confrontation<Expl>w. military opponents, wild animals</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγκατάστασις'}