Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
συγκατάφυρτος
συγκαταψεύδομαι
View word page
συγ-καταστασιάζω
συγκαταστασιάζωvb helpw.dat.someoneto raise a faction againsta cityPlu.

ShortDef

to help in stirring up

Debugging

Headword:
συγκαταστασιάζω
Headword (normalized):
συγκαταστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταστασιαζω
IDX:
37492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37493
Key:
συγκαταστασιάζω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταστασιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταστασιάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to raise a faction against</Tr><Obj>a city<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταστασιάζω'}