Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
συγκατάφυρτος
View word page
συγ-κατασκήπτω
συγκατασκήπτωvb of a pair of eaglesswoop down togetherPlu.

ShortDef

to dart down together

Debugging

Headword:
συγκατασκήπτω
Headword (normalized):
συγκατασκήπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκηπτω
IDX:
37491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37492
Key:
συγκατασκήπτω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατασκήπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατασκήπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a pair of eagles</Indic><Tr>swoop down together</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατασκήπτω'}