Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρομαι
συγκαταφθείρω
View word page
συγ-κατασκηνόω
συγκατασκηνόωcontr.vb of a commanderaccommodate in one's tentsoldiersX.

ShortDef

to bring into one dwelling with

Debugging

Headword:
συγκατασκηνόω
Headword (normalized):
συγκατασκηνόω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκηνοω
IDX:
37490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37491
Key:
συγκατασκηνόω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατασκηνόω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατασκηνόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a commander</Indic><Tr>accommodate in one's tent</Tr><Obj>soldiers<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκατασκηνόω'}