Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
συγκαταφαγεῖν
View word page
συγ-κατασκεδάννυμαι
συγκατασκεδάννυμαιmid.vb sprinkle over the ground togetherw. μετά + gen.w. someonea drinking-horni.e. its contentsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατασκεδάννυμαι
Headword (normalized):
συγκατασκεδάννυμαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκεδαννυμαι
IDX:
37488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37489
Key:
συγκατασκεδάννυμαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατασκεδάννυμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατασκεδάννυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>sprinkle over the ground together<Expl><GLbl>w. <Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Obj>a drinking-horn<Expl>i.e. its contents</Expl><Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατασκεδάννυμαι'}