Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατατάττω
συγκατατίθεμαι
συγκατατρῑ́βω
View word page
συγ-κατασκάπτω
συγκατασκάπτωvb help to demolishwallsE. And. destroy alsosomeonealong w. oneselfE.pass.of a cityalso be destroyedalong w. its soldiersE.or perh. be utterly destroyed

ShortDef

to demolish with another

Debugging

Headword:
συγκατασκάπτω
Headword (normalized):
συγκατασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκαπτω
IDX:
37487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37488
Key:
συγκατασκάπτω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατασκάπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατασκάπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to demolish</Tr><Obj>walls<Au>E. And.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>destroy also</Tr><Obj>someone<Expl>along w. oneself</Expl><Au>E.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a city</Indic><Def>also be destroyed<Expl>along w. its soldiers</Expl></Def><Au>E.</Au><Extra>or perh. <ital>be utterly destroyed</ital></Extra></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατασκάπτω'}