Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
View word page
συγ-καταπίμπλημι
συγκαταπίμπλημιvb of a polluted personinfect alsoinnocent peopleAntipho

ShortDef

to infect likewise

Debugging

Headword:
συγκαταπίμπλημι
Headword (normalized):
συγκαταπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταπιμπλημι
IDX:
37484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37485
Key:
συγκαταπίμπλημι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταπίμπλημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταπίμπλημι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a polluted person</Indic><Tr>infect also</Tr><Obj>innocent people<Au>Antipho</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταπίμπλημι'}