Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
View word page
συγ-κατανεύω
συγκατανεύωvb agree, assentw.dat.to someone or sthg.Plb.

ShortDef

to consent to

Debugging

Headword:
συγκατανεύω
Headword (normalized):
συγκατανεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκατανευω
IDX:
37483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37484
Key:
συγκατανεύω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατανεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατανεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>agree, assent</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone or sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατανεύω'}