Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
View word page
συγ-καταναυμαχέω
συγκαταναυμαχέωcontr.vb of a naval commanderjoinw. μετά + gen.w. an allied commanderin defeating at seaan opponentAeschin.

ShortDef

to assist in conquering by sea

Debugging

Headword:
συγκαταναυμαχέω
Headword (normalized):
συγκαταναυμαχέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταναυμαχεω
IDX:
37481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37482
Key:
συγκαταναυμαχέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταναυμαχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταναυμαχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a naval commander</Indic><Tr>join<Prnth><GLbl>w. <Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. an allied commander</Prnth>in defeating at sea</Tr><Obj>an opponent<Au>Aeschin.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταναυμαχέω'}