Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμαι
View word page
συγ-καταλείπω
συγκαταλείπωξυγ-vb of alliesjointly leave behinda garrisonw.dat.for a placeTh.

ShortDef

to leave together

Debugging

Headword:
συγκαταλείπω
Headword (normalized):
συγκαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλειπω
IDX:
37478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37479
Key:
συγκαταλείπω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταλείπω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταλείπω<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of allies</Indic><Tr>jointly leave behind</Tr><Obj>a garrison<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for a place</Expl><Au>Th.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταλείπω'}