Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
συγκατασκάπτω
View word page
συγ-καταλαμβάνω
συγκαταλαμβάνωξυγ-vb help to capturea place, plunderTh. Isoc. X.

ShortDef

to seize, take possession of together

Debugging

Headword:
συγκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
συγκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλαμβανω
IDX:
37477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37478
Key:
συγκαταλαμβάνω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταλαμβάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταλαμβάνω<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to capture</Tr><Obj>a place, plunder<Au>Th. Isoc. X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταλαμβάνω'}