Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
συγκαταπρᾱ́σσω
View word page
συγ-κατακτείνω
συγκατακτείνωvb kill togethercattle and menS. killw.acc.two sonsas wellas their fatherE.fr. join in a killingE.

ShortDef

to slay together

Debugging

Headword:
συγκατακτείνω
Headword (normalized):
συγκατακτείνω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακτεινω
IDX:
37476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37477
Key:
συγκατακτείνω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατακτείνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατακτείνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>kill together</Tr><Obj>cattle and men<Au>S.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>kill<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>two sons</Prnth>as well<Expl>as their father</Expl></Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au> </vS1> <vS1><Tr>join in a killing</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατακτείνω'}