Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπλέκω
View word page
συγ-κατακτάομαι
συγκατακτάομαιmid.contr.vb share in acquiringsthg.w.dat.w. someoneD.

ShortDef

to join (someone) in acquiring

Debugging

Headword:
συγκατακτάομαι
Headword (normalized):
συγκατακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακταομαι
IDX:
37475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37476
Key:
συγκατακτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατακτάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατακτάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share in acquiring</Tr><Cmpl>sthg.<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl><Au>D.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατακτάομαι'}