Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
συγκατανεύω
συγκαταπίμπλημι
View word page
συγ-κατακόπτομαι
συγκατακόπτομαιpass.vb of personsbe cut down togetherw. others, in battle or sim.Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατακόπτομαι
Headword (normalized):
συγκατακόπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακοπτομαι
IDX:
37474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37475
Key:
συγκατακόπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατακόπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατακόπτομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>be cut down together<Expl>w. others, in battle or sim.</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατακόπτομαι'}