Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμομαι
View word page
συγ-κατακληίομαι
συγκατακληίομαιIon.pass.vbκατακλείω of a priestessbe shut upw. a god, in his templeHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατακληίομαι
Headword (normalized):
συγκατακληίομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακληιομαι
IDX:
37472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37473
Key:
συγκατακληίομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατακληίομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατακληίομαι</HL><PS>Ion.pass.vb</PS><Ety><Ref>κατακλείω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a priestess</Indic><Tr>be shut up<Expl>w. a god, in his temple</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατακληίομαι'}