Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
συγκαταναυμαχέω
View word page
συγ-κατάκειμαι
συγκατάκειμαιmid.pass.vb of a personlie togetherw. someone, for sexual intercoursePl.w.dat.w. someoneAr. Pl. recline alongsidesomeone, at a symposiumPlu.

ShortDef

to lie with

Debugging

Headword:
συγκατάκειμαι
Headword (normalized):
συγκατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακειμαι
IDX:
37471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37472
Key:
συγκατάκειμαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατάκειμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατάκειμαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>lie together<Expl>w. someone, for sexual intercourse</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Ar. Pl.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>recline alongside<Expl>someone, at a symposium</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατάκειμαι'}