Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλείπω
συγκαταλῡ́ω
συγκαταμείγνῡμι
View word page
συγ-κατακαίω
συγκατακαίωvb also burntentsX. pass.of persons or thingsalso be burnedPlu. burnw.acc.a cloaktogetherw.dat.w. a corpsePlu.pass.of thingsbe burned togetherw.dat.w. peopleHdt. Plu.

ShortDef

to burn together

Debugging

Headword:
συγκατακαίω
Headword (normalized):
συγκατακαίω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακαιω
IDX:
37470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37471
Key:
συγκατακαίω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κατακαίω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κατακαίω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also burn</Tr><Obj>tents<Au>X.</Au></Obj> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of persons or things</Indic><Def>also be burned</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> <vS1><Tr>burn<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a cloak</Prnth>together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a corpse<Au>Plu.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of things</Indic><Def>be burned together</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. people<Au>Hdt. Plu.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκατακαίω'}