Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκαταλαμβάνω
View word page
συγ-καταινέω
συγκαταινέωcontr.vb of gods, mengive approvalassentPlb. Plu.w.dat.to someoneX. Plb.w.acc.to sthg.Plb.

ShortDef

to agree with, favour

Debugging

Headword:
συγκαταινέω
Headword (normalized):
συγκαταινέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταινεω
IDX:
37467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37468
Key:
συγκαταινέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταινέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταινέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of gods, men</Indic><Tr>give approval<or/>assent</Tr><Au>Plb. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>X. Plb.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>to sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταινέω'}