Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
View word page
συγ-καταίθω
συγκαταίθωvb burn togethercompletelythe collected remains of a corpseS.

ShortDef

to burn together

Debugging

Headword:
συγκαταίθω
Headword (normalized):
συγκαταίθω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταιθω
IDX:
37466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37467
Key:
συγκαταίθω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταίθω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταίθω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>burn together<or/>completely</Tr><Obj>the collected remains of a corpse<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταίθω'}