Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
συγκατακλῑ́νομαι
συγκατακόπτομαι
View word page
συγ-καταθέω
συγκαταθέωcontr.vb of troopsjoin in a forayX.

ShortDef

to make an inroad with

Debugging

Headword:
συγκαταθέω
Headword (normalized):
συγκαταθέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθεω
IDX:
37464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37465
Key:
συγκαταθέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταθέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>join in a foray</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταθέω'}