Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
συγκατακληίομαι
View word page
συγ-καταθάπτω
συγκαταθάπτωvb join in buryingtake part in the funeral ofsomeoneIsoc. buryw.acc.clothestogetherw.dat.w. someoneHdt.pass.of clothesbe buried togetherw.dat.w. someoneHdt.fig., of freedomw. valourLys.

ShortDef

to bury along with

Debugging

Headword:
συγκαταθάπτω
Headword (normalized):
συγκαταθάπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθαπτω
IDX:
37462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37463
Key:
συγκαταθάπτω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταθάπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταθάπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>join in burying</Def><Tr>take part in the funeral of</Tr><Obj>someone<Au>Isoc.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>bury<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>clothes</Prnth>together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Hdt.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of clothes</Indic><Def>be buried together</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Hdt.</Au></Cmpl><vS2><Indic>fig., of freedom</Indic><Cmpl>w. valour<Au>Lys.</Au></Cmpl></vS2></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταθάπτω'}