Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
συγκατάκειμαι
View word page
συγ-καταζεύνῡμι
συγκαταζεύνῡμιvb yoke togetherforce into marriagebachelorsw.dat.w. widowsPlu.pass.of a personbe yoked, be fastened inescapablyw.dat.to delusionS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταζεύνῡμι
Headword (normalized):
συγκαταζεύνῡμι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταζευνυμι
IDX:
37461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37462
Key:
συγκαταζεύνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταζεύνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταζεύνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>yoke together</Def><Tr>force into marriage</Tr><Cmpl>bachelors<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. widows</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a person</Indic><Def>be yoked, be fastened inescapably</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to delusion<Au>S.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταζεύνῡμι'}