Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκατακαίω
View word page
συγ-καταδουλόω
συγκαταδουλόωξυγ-contr.vb help to enslavea region, peopleTh.also mid.

ShortDef

to join in enslaving

Debugging

Headword:
συγκαταδουλόω
Headword (normalized):
συγκαταδουλόω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδουλοω
IDX:
37460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37461
Key:
συγκαταδουλόω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταδουλόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταδουλόω<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to enslave</Tr><Obj>a region, people<Au>Th.<LblR>also mid.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταδουλόω'}