Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
View word page
συγ-καταδιώκομαι
συγκαταδιώκομαιξυγ-pass.vb of shipsbe chased into port togetherw. μετά + gen.w. their commanderTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταδιώκομαι
Headword (normalized):
συγκαταδιώκομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδιωκομαι
IDX:
37459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37460
Key:
συγκαταδιώκομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταδιώκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταδιώκομαι<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of ships</Indic><Tr>be chased into port together</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. their commander<Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταδιώκομαι'}