Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκαταιρέω
View word page
συγ-καταδαρθάνω
συγκαταδαρθάνωξυγ-vb w. sexual connot.sleep withw.dat.someoneAr.

ShortDef

sleep with

Debugging

Headword:
συγκαταδαρθάνω
Headword (normalized):
συγκαταδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδαρθανω
IDX:
37458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37459
Key:
συγκαταδαρθάνω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταδαρθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταδαρθάνω<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>w. sexual connot.</Indic><Tr>sleep with</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταδαρθάνω'}