Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταίθω
View word page
συγ-καταγηράσκω
συγκαταγηράσκωvb of a persongrow old togetherw.dat.w. someoneIs. of dyed figures in a woollen garmentage with, last as long asw.dat.the woolHdt.of sufferinga life of povertyMen.

ShortDef

to grow old together with

Debugging

Headword:
συγκαταγηράσκω
Headword (normalized):
συγκαταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγηρασκω
IDX:
37456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37457
Key:
συγκαταγηράσκω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταγηράσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταγηράσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>grow old together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Is.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of dyed figures in a woollen garment</Indic><Tr>age with, last as long as</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>the wool<Au>Hdt.</Au></Cmpl><vS2><Indic>of suffering</Indic><Cmpl>a life of poverty<Au>Men.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταγηράσκω'}