Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
συγκαταθνῄσκω
View word page
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγήρᾱσιςεωςfσυγκαταγηράσκω companionship in old agePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταγήρᾱσις
Headword (normalized):
συγκαταγήρᾱσις
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγηρασις
IDX:
37455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37456
Key:
συγκαταγήρᾱσις

Data

{'headword_display': '<b>συγκαταγήρᾱσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγκαταγήρᾱσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συγκαταγηράσκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>companionship in old age</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγκαταγήρᾱσις'}