Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
συγκαταζεύνῡμι
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθέω
View word page
συγ-καταβιβάζω
συγκαταβιβάζωvb makew.acc.enemy troopscome down tooi.e. entice them down after onePlb.

ShortDef

decoy or draw into action

Debugging

Headword:
συγκαταβιβάζω
Headword (normalized):
συγκαταβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταβιβαζω
IDX:
37454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37455
Key:
συγκαταβιβάζω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-καταβιβάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>καταβιβάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>enemy troops</Prnth>come down too<Expl>i.e. entice them down after one</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκαταβιβάζω'}