Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
συγκαταδουλόω
View word page
συγ-κασιγνήτη
συγκασιγνήτηηςf one's own sisterE.

ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
συγκασιγνήτη
Headword (normalized):
συγκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
συγκασιγνητη
IDX:
37450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37451
Key:
συγκασιγνήτη

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κασιγνήτη</b>', 'content': "<NE><HG><HL>συγ<hyph/>κασιγνήτη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>one's own sister</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>", 'key': 'συγκασιγνήτη'}