Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδιώκομαι
View word page
συγ-κάμπτω
συγκάμπτωvb bendone's legat the kneePl. X.pass.of a person, i.e. his limbs; of a legbendPl. X.of an armoured gauntletX.

ShortDef

to bend together, bend the knee

Debugging

Headword:
συγκάμπτω
Headword (normalized):
συγκάμπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαμπτω
IDX:
37449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37450
Key:
συγκάμπτω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κάμπτω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κάμπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>bend</Tr><Obj>one's leg<Expl>at the knee</Expl><Au>Pl. X.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a person, i.e. his limbs; of a leg</Indic><Def>bend</Def><Au>Pl. X.</Au><vS2><Indic>of an armoured gauntlet</Indic><Au>X.</Au></vS2></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκάμπτω'}