Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
συγκαταδαρθάνω
View word page
συγκαμπή
συγκαμπήῆςfσυγκάμπτω bend, jointwhere a horse's neck meets its bodyX.

ShortDef

a bight, joint

Debugging

Headword:
συγκαμπή
Headword (normalized):
συγκαμπή
Headword (normalized/stripped):
συγκαμπη
IDX:
37448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37449
Key:
συγκαμπή

Data

{'headword_display': '<b>συγκαμπή</b>', 'content': "<NE><HG><HL>συγκαμπή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συγκάμπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bend, joint<Expl>where a horse's neck meets its body</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'συγκαμπή'}