Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
συγκαταγηράσκω
συγκατάγω
View word page
συγ-κάμνω
συγκάμνωvb share in physical labourtoil togetherS. E. Plu.w.dat.w. a person, countryS. E. share in sufferingsympathise with, feel anguish overw.dat.a person's troublesA. E.

ShortDef

to labour

Debugging

Headword:
συγκάμνω
Headword (normalized):
συγκάμνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαμνω
IDX:
37447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37448
Key:
συγκάμνω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κάμνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κάμνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>share in physical labour</Def><Tr>toil together</Tr><Au>S. E. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a person, country<Au>S. E.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Def>share in suffering</Def><Tr>sympathise with, feel anguish over</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a person's troubles<Au>A. E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκάμνω'}