Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκάθημαι
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθορμίζομαι
συγκαίω
συγκαλέω
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκάμπτω
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκαταβιβάζω
συγκαταγήρᾱσις
View word page
συγκαλυπτός
συγκαλυπτόςόνadj of thigh-bones of sacrificial animalswrapped upw.dat.in fatA.

ShortDef

wrapped up

Debugging

Headword:
συγκαλυπτός
Headword (normalized):
συγκαλυπτός
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυπτος
IDX:
37445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37446
Key:
συγκαλυπτός

Data

{'headword_display': '<b>συγκαλυπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συγκαλυπτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of thigh-bones of sacrificial animals</Indic><Tr>wrapped up<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>in fat</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συγκαλυπτός'}